διάπηξη

διάπηξη
η (Α διάπηξις, -εως)
1. σύμπηξη, συναρμολόγηση, συνένωση
2. συναρμολόγηση δοκών για τον σχηματισμό σκελετού στην οικοδομή
3. ο ίδιος ο σκελετός (η ξυλοδεσιά).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”